ψαχνός

ψαχνός
η , ό[ν] мясистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ψαχνός" в других словарях:

  • ψαχνός — ή, ό, Ν 1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό») 3. φρ. α) «ο νους του στο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»